Σόμπα στα ισλανδικά
Μετάφραση: σόμπα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eldavél, eldavélinni
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σόμπα
σόμπα καλοριφέρ, σόμπα pellet, σόμπα αλογόνου, σόμπα ξύλου, σόμπα υγραερίου, σόμπα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, σόμπα στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- σωφρονιστήριο στα ισλανδικά - Penitentiary
- σωφροσύνη στα ισλανδικά - hyggindi, skyn, varfærni, hyggindin, varfærni nauðsyn-
- σύγκληση στα ισλανδικά - samkomu, samkoma, fundarboði, hluthafafunda
- σύγκλιση στα ισλανδικά - samleitni, samruni, Samruninn, samhljómur, samrunaferli
Τυχαίες λέξεις
Σόμπα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: eldavél, eldavélinni
Μεταφράσεις: eldavél, eldavélinni