Σόμπα στα ουκρανικά
Μετάφραση: σόμπα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
випромінюючий, плита
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σόμπα
σόμπα καλοριφέρ, σόμπα pellet, σόμπα αλογόνου, σόμπα ξύλου, σόμπα υγραερίου, σόμπα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σόμπα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- σωφρονιστήριο στα ουκρανικά - в'язниця, тюрма, тюрьма, в`язниця, в'язницю
- σωφροσύνη στα ουκρανικά - почувати, металічний, твердий, жорсткий, ханжа, почуття, рація, ...
- σύγκληση στα ουκρανικά - скликання, порада, рада, пораду, раду, збори, акт
- σύγκλιση στα ουκρανικά - конвергенція, збіжність, відповідність
Τυχαίες λέξεις
Σόμπα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: випромінюючий, плита
Μεταφράσεις: випромінюючий, плита