Σόμπα στα τούρκικα
Μετάφραση: σόμπα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
radyatör, soba, sobası, ocak, fırın, ocakları
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σόμπα
σόμπα καλοριφέρ, σόμπα pellet, σόμπα αλογόνου, σόμπα ξύλου, σόμπα υγραερίου, σόμπα λεξικό γλώσσας τούρκικα, σόμπα στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- σωφρονιστήριο στα τούρκικα - cezaevi, hapishane, ceza infaz, penitentiary, cezaeviydi
- σωφροσύνη στα τούρκικα - bilgelik, hissetmek, akıl, duymak, duyu, sağduyu, ihtiyatlılık, ...
- σύγκληση στα τούρκικα - toplantı, toplantı günü, toplantı günü olacaktır, toplantı günüdür, toplantı düzenleyecek
- σύγκλιση στα τούρκικα - yakınsama, yakınsaklık, yakınlaşma, yakınsaması, yakınsaklığı
Τυχαίες λέξεις
Σόμπα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: radyatör, soba, sobası, ocak, fırın, ocakları
Μεταφράσεις: radyatör, soba, sobası, ocak, fırın, ocakları