Σόμπα στα λιθουανικά
Μετάφραση: σόμπα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
viryklė, krosnis, šildytuvas, krosnelė, krosninis
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σόμπα
σόμπα καλοριφέρ, σόμπα pellet, σόμπα αλογόνου, σόμπα ξύλου, σόμπα υγραερίου, σόμπα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, σόμπα στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- σωφρονιστήριο στα λιθουανικά - pataisos, penitencinės, kalėjimas, atgailaujamasis, atgailos
- σωφροσύνη στα λιθουανικά - prasmė, atsargumas, apdairumas, atidumas, apdairumo, prudence
- σύγκληση στα λιθουανικά - sušaukimas, susirinkimo sušaukimą, apie susirinkimo sušaukimą, sušaukimą, pranešime apie susirinkimo sušaukimą
- σύγκλιση στα λιθουανικά - konvergencija, konvergencijos, konvergenciją, suartėjimas, suartėjimo
Τυχαίες λέξεις
Σόμπα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: viryklė, krosnis, šildytuvas, krosnelė, krosninis
Μεταφράσεις: viryklė, krosnis, šildytuvas, krosnelė, krosninis