Σόμπα στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: σόμπα, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шпорет, печка, печката, шпоретот, шпорет на
Σόμπα στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σόμπα

σόμπα καλοριφέρ, σόμπα pellet, σόμπα αλογόνου, σόμπα ξύλου, σόμπα υγραερίου, σόμπα λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, σόμπα στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • σωφρονιστήριο στα σλαβομακεδονικά - казнено-поправните, казнено, пенитенцијарниот, казнено-
  • σωφροσύνη στα σλαβομακεδονικά - мудроста, разумност, дрскост, внимателност, предпазливост, внимателноста
  • σύγκληση στα σλαβομακεδονικά - свикувањето, свикување, соопштил, Собор, свикување на
  • σύγκλιση στα σλαβομακεδονικά - конвергенција, конвергенцијата, приближување, на конвергенција, конвергенција на
Τυχαίες λέξεις
Σόμπα στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: шпорет, печка, печката, шпоретот, шпорет на