Σόμπα στα λευκορωσικά

Μετάφραση: σόμπα, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пліта
Σόμπα στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σόμπα

σόμπα καλοριφέρ, σόμπα pellet, σόμπα αλογόνου, σόμπα ξύλου, σόμπα υγραερίου, σόμπα λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, σόμπα στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • σωφρονιστήριο στα λευκορωσικά - вастрог, турма, тюрьма, вязьніца
  • σωφροσύνη στα λευκορωσικά - разважлівасць, разважнасць, разважлівасьць, разумнасць, разважнасьць
  • σύγκληση στα λευκορωσικά - скліканне, скліканьне, склікання
  • σύγκλιση στα λευκορωσικά - збежнасць, сыходнасць
Τυχαίες λέξεις
Σόμπα στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: пліта