Πενθώ στα ισπανικά
Μετάφραση: πενθώ, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
llorar, afligirse, lamentar
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πενθώ
πενθώ τον ήλιο, πενθώ μετάφραση, πενθώ συνόνυμα, πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται, πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμοσ, πενθώ λεξικό γλώσσας ισπανικά, πενθώ στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- πενήντα στα ισπανικά - cincuenta, quincuagésimo, de cincuenta, cincuenta y, cincuenta por
- πενία στα ισπανικά - pobreza, indigencia, miseria, la indigencia, de indigencia, de la indigencia
- πενιχρός στα ισπανικά - desgraciado, miserable, triste, mediano, infeliz, desdichado, mediocre, ...
- πεντάδα στα ισπανικά - quinteto, cinco, de cinco, cinco años, y cinco, cinco por
Τυχαίες λέξεις
Πενθώ στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: llorar, afligirse, lamentar
Μεταφράσεις: llorar, afligirse, lamentar