Πενθώ στα φινλανδικά

Μετάφραση: πενθώ, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
surra, hätäillä, itkeä, särkeä, huolehtia, murehtia, pahoitella, surevat, suremaan, murheelliset, murehtimaan
Πενθώ στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πενθώ

πενθώ τον ήλιο, πενθώ μετάφραση, πενθώ συνόνυμα, πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται, πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμοσ, πενθώ λεξικό γλώσσας φινλανδικά, πενθώ στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • πενήντα στα φινλανδικά - viisikymmentä, viidenkymmenen, fifty, viiteenkymmeneen
  • πενία στα φινλανδικά - kurjuus, hätä, köyhyys, puutteessa, varojen puutteessa
  • πενιχρός στα φινλανδικά - vajaa, ala-arvoinen, polo, huono, laiha, pahainen, köyhä, ...
  • πεντάδα στα φινλανδικά - viisikko, kvintetti, viisi, viiden, viidestä, viiteen, viidessä
Τυχαίες λέξεις
Πενθώ στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: surra, hätäillä, itkeä, särkeä, huolehtia, murehtia, pahoitella, surevat, suremaan, murheelliset, murehtimaan