Πενθώ στα πορτογαλικά
Μετάφραση: πενθώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acabrunhar, afligir, desprazer, grade, sofrer, chorar, lamentar, prantear, choram, luto
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πενθώ
πενθώ τον ήλιο, πενθώ μετάφραση, πενθώ συνόνυμα, πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται, πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμοσ, πενθώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πενθώ στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- πενήντα στα πορτογαλικά - quinquagésima, cinqüenta, cinquenta, cinqüênta, de cinquenta, de cinqüenta
- πενία στα πορτογαλικά - pobreza, derrame, indigência, de indigência, da indigência, a indigência, indigence
- πενιχρός στα πορτογαλικά - pobre, mau, coitado, miserável, lastimável, popa, gasto, ...
- πεντάδα στα πορτογαλικά - cinco, de cinco, cinco anos
Τυχαίες λέξεις
Πενθώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: acabrunhar, afligir, desprazer, grade, sofrer, chorar, lamentar, prantear, choram, luto
Μεταφράσεις: acabrunhar, afligir, desprazer, grade, sofrer, chorar, lamentar, prantear, choram, luto