Πενθώ στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: πενθώ, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тагуваат, оплакуваат, тагува, тагуваме, жали
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πενθώ
πενθώ τον ήλιο, πενθώ μετάφραση, πενθώ συνόνυμα, πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται, πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμοσ, πενθώ λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, πενθώ στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- πενήντα στα σλαβομακεδονικά - педесет, педесетина, педесет и, од педесет
- πενία στα σλαβομακεδονικά - indigence
- πενιχρός στα σλαβομακεδονικά - излитена, стара, занемарен, запуштените, парталави
- πεντάδα στα σλαβομακεδονικά - пет, од пет, Петка, петте, петмина
Τυχαίες λέξεις
Πενθώ στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: тагуваат, оплакуваат, тагува, тагуваме, жали
Μεταφράσεις: тагуваат, оплакуваат, тагува, тагуваме, жали