Πενθώ στα ουκρανικά

Μετάφραση: πενθώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гори, убиватися, побиватися, сумувати, горювати, оплакувати, за ним голосити, ним голосити, оплакуватиме, голосити
Πενθώ στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πενθώ

πενθώ τον ήλιο, πενθώ μετάφραση, πενθώ συνόνυμα, πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται, πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμοσ, πενθώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πενθώ στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • πενήντα στα ουκρανικά - п'ятдесят, п'ятьдесят, п'ятдесят і
  • πενία στα ουκρανικά - незадоволений, бідність, злидні, убогість
  • πενιχρός στα ουκρανικά - корми, негідник, сердешний, лугової, луговою, луговій, нещасливий, ...
  • πεντάδα στα ουκρανικά - квінтесенції, п'ять, п`ять, п'ятеро
Τυχαίες λέξεις
Πενθώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: гори, убиватися, побиватися, сумувати, горювати, оплакувати, за ним голосити, ним голосити, оплакуватиме, голосити