Πενθώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: πενθώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bedroeven, rouwen, beproeven, treuren, rouw, te rouwen, betreuren
Πενθώ στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πενθώ

πενθώ τον ήλιο, πενθώ μετάφραση, πενθώ συνόνυμα, πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται, πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμοσ, πενθώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πενθώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πενήντα στα ολλανδικά - vijftig, vijftigtal
  • πενία στα ολλανδικά - armoede, behoeftigheid, indigence, behoeftigheid van, nooddruft
  • πενιχρός στα ολλανδικά - ellendig, schamel, stumperig, verdrietig, schraal, sprietig, arm, ...
  • πεντάδα στα ολλανδικά - vijf, van vijf, de vijf
Τυχαίες λέξεις
Πενθώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bedroeven, rouwen, beproeven, treuren, rouw, te rouwen, betreuren