Πενθώ στα τούρκικα

Μετάφραση: πενθώ, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ağlamak, yas, yasını, yas tutma, yas tutmak
Πενθώ στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πενθώ

πενθώ τον ήλιο, πενθώ μετάφραση, πενθώ συνόνυμα, πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται, πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμοσ, πενθώ λεξικό γλώσσας τούρκικα, πενθώ στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • πενήντα στα τούρκικα - elli, fifty
  • πενία στα τούρκικα - yoksulluk, parasızlık, indigence, fakirlik, yoksullluk
  • πενιχρός στα τούρκικα - az, mutsuz, sefil, yoksul, zavallı, perişan, eski püskü, ...
  • πεντάδα στα τούρκικα - beş
Τυχαίες λέξεις
Πενθώ στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: ağlamak, yas, yasını, yas tutma, yas tutmak