Πενθώ στα ιταλικά

Μετάφραση: πενθώ, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rimpiangere, dolersi, piangere, lutto, cordoglio, il lutto, piangeranno
Πενθώ στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πενθώ

πενθώ τον ήλιο, πενθώ μετάφραση, πενθώ συνόνυμα, πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται, πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμοσ, πενθώ λεξικό γλώσσας ιταλικά, πενθώ στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • πενήντα στα ιταλικά - cinquanta, cinquantina, cinquantina di, una cinquantina, cinquanta per
  • πενία στα ιταλικά - povertà, miseria, indigenza, l'indigenza, di bisogno, di indigenza
  • πενιχρός στα ιταλικά - squallido, misero, mediocre, pietoso, miserabile, disgraziato, scarso, ...
  • πεντάδα στα ιταλικά - cinque, di cinque, a cinque
Τυχαίες λέξεις
Πενθώ στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: rimpiangere, dolersi, piangere, lutto, cordoglio, il lutto, piangeranno