Θρέφω στα ιταλικά

Μετάφραση: θρέφω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
nutre, alimenta, la nutre, nutre il
Θρέφω στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θρέφω

θρέφω λεξικό γλώσσας ιταλικά, θρέφω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • θορυβώδης στα ιταλικά - chiassoso, rumoroso, rumorosa, rumorosi, rumorose
  • θράσος στα ιταλικά - sfrontatezza, mascella, impudenza, ganascia, audacia, effrontery, sfacciataggine, ...
  • θρέψη στα ιταλικά - cibo, alimentazione, nutrimento, alimento, nutrizione, nutrizionale, la nutrizione, ...
  • θρήσκος στα ιταλικά - religioso, religiosa, religiosi, religiose, religione
Τυχαίες λέξεις
Θρέφω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: nutre, alimenta, la nutre, nutre il