Θρέφω στα τσεχικά
Μετάφραση: θρέφω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uplést, plést, živí, Vyživuje, vyživí
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θρέφω
θρέφω λεξικό γλώσσας τσεχικά, θρέφω στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- θορυβώδης στα τσεχικά - hlučný, hlučné, hlučná, šum, hluk
- θράσος στα τσεχικά - drzost, troufalost, odvaha, smělost, nestydatost, nestoudnost
- θρέψη στα τσεχικά - potrava, výživa, vyživování, pokrm, jídlo, potravina, strava, ...
- θρήσκος στα τσεχικά - řeholník, pobožný, nábožný, posvátný, náboženský, církevní, náboženské, ...
Τυχαίες λέξεις
Θρέφω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: uplést, plést, živí, Vyživuje, vyživí
Μεταφράσεις: uplést, plést, živí, Vyživuje, vyživí