Θρέφω στα ουκρανικά
Μετάφραση: θρέφω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рицарі, живить, харчує, годує, плекає, відчуває
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θρέφω
θρέφω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, θρέφω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- θορυβώδης στα ουκρανικά - яркий, кричущий, шумливий, яскравий, шумний, галасливий, гучний, ...
- θράσος στα ουκρανικά - нахабність, сміливість, нахабство, щока, зухвальство, нахальство
- θρέψη στα ουκρανικά - їжа, годування, харчування, живлення, підтримка, питание
- θρήσκος στα ουκρανικά - релігійність, релігійний, релігійне, релігійна
Τυχαίες λέξεις
Θρέφω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: рицарі, живить, харчує, годує, плекає, відчуває
Μεταφράσεις: рицарі, живить, харчує, годує, плекає, відчуває