Θρέφω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: θρέφω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
nutre, Nourishes, alimenta, a alimenta, a nutre
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θρέφω
θρέφω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, θρέφω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- θορυβώδης στα πορτογαλικά - barulhentamente, barulhento, ruidoso, noisy, barulhenta, ruidosa
- θράσος στα πορτογαλικά - bochecha, audácia, mordente, face, descaramento, desaforo, desfaçatez, ...
- θρέψη στα πορτογαλικά - alimento, nutrição, nutrition, alimentação, nutricional, a nutrição
- θρήσκος στα πορτογαλικά - religioso, religião, religiosa, religiosos, religiosas
Τυχαίες λέξεις
Θρέφω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: nutre, Nourishes, alimenta, a alimenta, a nutre
Μεταφράσεις: nutre, Nourishes, alimenta, a alimenta, a nutre