Θρέφω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: θρέφω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
негува, храни, потхранува, го храни, ја храни
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θρέφω
θρέφω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, θρέφω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- θορυβώδης στα σλαβομακεδονικά - бучни, бучна, бучно, бучните, бучен
- θράσος στα σλαβομακεδονικά - образот, осмели
- θρέψη στα σλαβομακεδονικά - исхрана, исхраната, исхрана на, храна, јадење
- θρήσκος στα σλαβομακεδονικά - верски, религиозни, религиозните, верска, верските
Τυχαίες λέξεις
Θρέφω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: негува, храни, потхранува, го храни, ја храни
Μεταφράσεις: негува, храни, потхранува, го храни, ја храни