Κακεντρέχεια στα ιταλικά
Μετάφραση: κακεντρέχεια, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
animosità, maliciousness, malizia, cattiveria, malignità, malvagità
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κακεντρέχεια
κακεντρέχεια ετυμολογια, κακεντρέχεια συνωνυμα, κακεντρέχεια λεξικο, κακεντρέχεια λεξικό γλώσσας ιταλικά, κακεντρέχεια στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- κακία στα ιταλικά - vizio, morsa, cattiveria, malvagità, la malvagità, iniquità, empietà
- κακαρίζω στα ιταλικά - chiocciare, cluck, coccodè, coccodé
- κακεντρεχής στα ιταλικά - malvagio, maligno, dispettoso, dispettosa, spiteful, dispettosi
- κακοήθης στα ιταλικά - malvagio, maligno, malvagi, empi, cattivo, malvagia
Τυχαίες λέξεις
Κακεντρέχεια στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: animosità, maliciousness, malizia, cattiveria, malignità, malvagità
Μεταφράσεις: animosità, maliciousness, malizia, cattiveria, malignità, malvagità