Κακεντρέχεια στα ρουμανικά
Μετάφραση: κακεντρέχεια, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
animozitate, malițiozitate, răutate, de răutate, răutății, răzbunarea
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κακεντρέχεια
κακεντρέχεια ετυμολογια, κακεντρέχεια συνωνυμα, κακεντρέχεια λεξικο, κακεντρέχεια λεξικό γλώσσας ρουμανικά, κακεντρέχεια στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- κακία στα ρουμανικά - nărav, răutate, răutatea, răutății, stricăciunea, stricăciune
- κακαρίζω στα ρουμανικά - cotcodac, clonc, cloncănit, chema cloncănind, cloncăni
- κακεντρεχής στα ρουμανικά - dușmănos, spiteful, răutăcios, plin de ură, ranchiunoasă
- κακοήθης στα ρουμανικά - rău, răi, rea, cei răi, stricat
Τυχαίες λέξεις
Κακεντρέχεια στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: animozitate, malițiozitate, răutate, de răutate, răutății, răzbunarea
Μεταφράσεις: animozitate, malițiozitate, răutate, de răutate, răutății, răzbunarea