Κακεντρέχεια στα τούρκικα
Μετάφραση: κακεντρέχεια, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
düşmanlık, kötülük
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κακεντρέχεια
κακεντρέχεια ετυμολογια, κακεντρέχεια συνωνυμα, κακεντρέχεια λεξικο, κακεντρέχεια λεξικό γλώσσας τούρκικα, κακεντρέχεια στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- κακία στα τούρκικα - ayıp, kötülük, kötülüğü, wickedness, fasıklığı, kötülüğün
- κακαρίζω στα τούρκικα - gıdaklama, gıdaklamak, cluck, gıdak, aptal kimse
- κακεντρεχής στα τούρκικα - kindar, kinci, cadaloz, kinci ve kıskanç
- κακοήθης στα τούρκικα - kötü, hain, aşağılık, muzip, hınzır
Τυχαίες λέξεις
Κακεντρέχεια στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: düşmanlık, kötülük
Μεταφράσεις: düşmanlık, kötülük