Κακεντρέχεια στα ρωσικά

Μετάφραση: κακεντρέχεια, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
враждебность, злоба, вражда, неприязнь, злонамеренность, злобы
Κακεντρέχεια στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κακεντρέχεια

κακεντρέχεια ετυμολογια, κακεντρέχεια συνωνυμα, κακεντρέχεια λεξικο, κακεντρέχεια λεξικό γλώσσας ρωσικά, κακεντρέχεια στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • κακία στα ρωσικά - зло, недостаток, проруха, заместитель, порок, норов, вече, ...
  • κακαρίζω στα ρωσικά - щебетать, кудахтанье, гогот, кудахтать, клохтать, гоготанье, болтовня, ...
  • κακεντρεχής στα ρωσικά - ехидный, злостный, язвительный, злой, злобный, недоброжелательный, болезнетворный, ...
  • κακοήθης στα ρωσικά - злокачественный, зловредный, болезнетворный, злобный, ехидный, злостный, злой, ...
Τυχαίες λέξεις
Κακεντρέχεια στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: враждебность, злоба, вражда, неприязнь, злонамеренность, злобы