Κακεντρέχεια στα φινλανδικά

Μετάφραση: κακεντρέχεια, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
maliciousness, häijyyttä, pahuutta
Κακεντρέχεια στα φινλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κακεντρέχεια

κακεντρέχεια ετυμολογια, κακεντρέχεια συνωνυμα, κακεντρέχεια λεξικο, κακεντρέχεια λεξικό γλώσσας φινλανδικά, κακεντρέχεια στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • κακία στα φινλανδικά - vika, pahe, pahuus, pahuuden, pahuutta, pahuutensa, jumalattomuuden
  • κακαρίζω στα φινλανδικά - kaakattaa, kikattaa, kotkottaa, kaakatus, Cluck, kotkotus, maiskauttaa kieltään, ...
  • κακεντρεχής στα φινλανδικά - kiukkuinen, ilkeä, häijy, ilkeitä, spiteful
  • κακοήθης στα φινλανδικά - kiukkuinen, ilkeä, paha, jumalattomat, jumalattoman, jumalattomien, jumalattomain
Τυχαίες λέξεις
Κακεντρέχεια στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: maliciousness, häijyyttä, pahuutta