Συνωμοτώ στα λατινικά
Μετάφραση: συνωμοτώ, Λεξικό: ελληνικά » λατινικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λατινικά
Μεταφράσεις:
coniuratio
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνωμοτώ
συνωμοτώ λεξικό γλώσσας λατινικά, συνωμοτώ στα λατινικά
Μεταφράσεις
- συνωμοσία στα λατινικά - coniuratio
- συνωμότης στα λατινικά - coniuratus
- συνωστισμός στα λατινικά - frendo
Τυχαίες λέξεις
Συνωμοτώ στα λατινικά - Λεξικό: ελληνικά » λατινικά
Μεταφράσεις: coniuratio
Μεταφράσεις: coniuratio