Συνωμοτώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: συνωμοτώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
urdir, compromisso, lote, penhorar, complot, complô, O complô
Συνωμοτώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνωμοτώ

συνωμοτώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συνωμοτώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • συνυπάρχω στα πορτογαλικά - conviver, coexistir, coexistem, convivem, coexistência
  • συνωμοσία στα πορτογαλικά - compromisso, lote, penhorar, urdir, conspiração, conspiracy, de conspiração, ...
  • συνωμότης στα πορτογαλικά - conspirador, conspiração, conspirator, conspiradora, conspiradores
  • συνωστισμός στα πορτογαλικά - socar, britar, esmagar, compota, calcar, atolamento, encarcerar, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνωμοτώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: urdir, compromisso, lote, penhorar, complot, complô, O complô