Συνωμοτώ στα ουκρανικά

Μετάφραση: συνωμοτώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шубовстання, змова, змову
Συνωμοτώ στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνωμοτώ

συνωμοτώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συνωμοτώ στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • συνυπάρχω στα ουκρανικά - співіснуйте, співіснувати, співіснуватимуть
  • συνωμοσία στα ουκρανικά - таємна, змову, змова, конспірація, потайна, шубовстання
  • συνωμότης στα ουκρανικά - змовник, конспіратор, змовника, змовницькому
  • συνωστισμός στα ουκρανικά - давка, жалюзі, розчавити, роздавити, чавити, давити, тиснява
Τυχαίες λέξεις
Συνωμοτώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: шубовстання, змова, змову