Συνωμοτώ στα λιθουανικά

Μετάφραση: συνωμοτώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Prabilo
Συνωμοτώ στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνωμοτώ

συνωμοτώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, συνωμοτώ στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • συνυπάρχω στα λιθουανικά - koegzistuoti, kartu, egzistuoti kartu, egzistuoti, koegzistavimas
  • συνωμοσία στα λιθουανικά - sąmokslas, konspiracija, sąmokslo, prabilo, sąmokslą
  • συνωμότης στα λιθουανικά - bendrininkas, konspiratorius, bendrininku, sąmokslininkas, Konspirator
  • συνωστισμός στα λιθουανικά - nugalėti, susitelkia, išstūmimo, susigrūdimas, užgriuvimo
Τυχαίες λέξεις
Συνωμοτώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: Prabilo