Διαμαρτυρόμενος στα λευκορωσικά

Μετάφραση: διαμαρτυρόμενος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пратэстант
Διαμαρτυρόμενος στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαμαρτυρόμενος

διαμαρτυρόμενος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, διαμαρτυρόμενος στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • διαμαρτυρία στα λευκορωσικά - пратэст
  • διαμαρτυρίες στα λευκορωσικά - пратэсты
  • διαμαρτύρομαι στα λευκορωσικά - пратэст
  • διαμελίζω στα λευκορωσικά - рассякаць, рассекать, расцінаць
Τυχαίες λέξεις
Διαμαρτυρόμενος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: пратэстант