Διαμαρτυρόμενος στα σλοβενικά
Μετάφραση: διαμαρτυρόμενος, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Protestant, protestantska, protestantsko, protestantski, protestantske
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαμαρτυρόμενος
διαμαρτυρόμενος λεξικό γλώσσας σλοβενικά, διαμαρτυρόμενος στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- διαμαρτυρία στα σλοβενικά - protest, protestni, protestov, oddajo protestov, za oddajo protestov
- διαμαρτυρίες στα σλοβενικά - protesti, proteste, protestov, demonstracije, protestira
- διαμαρτύρομαι στα σλοβενικά - protest, protestni, protestov, oddajo protestov, za oddajo protestov
- διαμελίζω στα σλοβενικά - razklati, razstavimo, secirati, seciral, razčleniti
Τυχαίες λέξεις
Διαμαρτυρόμενος στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: Protestant, protestantska, protestantsko, protestantski, protestantske
Μεταφράσεις: Protestant, protestantska, protestantsko, protestantski, protestantske