Διαμαρτυρόμενος στα λιθουανικά

Μετάφραση: διαμαρτυρόμενος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
protestantų, Protestantas, protestantišku, protestant, protestantišką
Διαμαρτυρόμενος στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαμαρτυρόμενος

διαμαρτυρόμενος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διαμαρτυρόμενος στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • διαμαρτυρία στα λιθουανικά - protestas, protestuoti, protesto, protestą, protestai
  • διαμαρτυρίες στα λιθουανικά - protestas, protestuoti, protestai, protestus, protestų, protestuoja, protesto
  • διαμαρτύρομαι στα λιθουανικά - protestuoti, protestas, protesto, protestą, protestai
  • διαμελίζω στα λιθουανικά - perpjauti, skrosti, disekuoja, išskrosti, Anatomēt
Τυχαίες λέξεις
Διαμαρτυρόμενος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: protestantų, Protestantas, protestantišku, protestant, protestantišką