Διαμαρτυρόμενος στα τούρκικα
Μετάφραση: διαμαρτυρόμενος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
Protestan, protestant, protestan olan, Protestan bir
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαμαρτυρόμενος
διαμαρτυρόμενος λεξικό γλώσσας τούρκικα, διαμαρτυρόμενος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- διαμαρτυρία στα τούρκικα - protesto, itiraz, protest, bir protesto, protestosu
- διαμαρτυρίες στα τούρκικα - protesto, itiraz, protestolar, protestoları, protestoların, gösteriler
- διαμαρτύρομαι στα τούρκικα - itiraz, protesto, protest, bir protesto, protestosu
- διαμελίζω στα τούρκικα - incelemek, teşrih, disseke, diseke, tahlil
Τυχαίες λέξεις
Διαμαρτυρόμενος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: Protestan, protestant, protestan olan, Protestan bir
Μεταφράσεις: Protestan, protestant, protestan olan, Protestan bir