Διαμαρτυρόμενος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: διαμαρτυρόμενος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
protestante, protestant, protestantes, Protestant Ocupação
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαμαρτυρόμενος
διαμαρτυρόμενος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διαμαρτυρόμενος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- διαμαρτυρία στα πορτογαλικά - protestar, protesto, proteína, protestos, de protesto, o protesto
- διαμαρτυρίες στα πορτογαλικά - protesto, protestar, proteína, protestos, os protestos, manifestações, protestos de
- διαμαρτύρομαι στα πορτογαλικά - proteína, protestar, protesto, protestos, de protesto, o protesto
- διαμελίζω στα πορτογαλικά - dissecar, dissecção, dissecá, dissect, dissecam
Τυχαίες λέξεις
Διαμαρτυρόμενος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: protestante, protestant, protestantes, Protestant Ocupação
Μεταφράσεις: protestante, protestant, protestantes, Protestant Ocupação