Ναρκωμένος στα λευκορωσικά
Μετάφραση: ναρκωμένος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
здранцвеў, здранцвеласць, здранцвела, здранцвелі, зьмярцьвела
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ναρκωμένος
ναρκωμένος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ναρκωμένος στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ναι στα λευκορωσικά - так, ага, але, ды, да, хай
- ναρκομανής στα λευκορωσικά - наркотык
- ναρκωτικό στα λευκορωσικά - лекі, лякарства, лекарство, лек
- ναυάγιο στα λευκορωσικά - караблекрушэнне
Τυχαίες λέξεις
Ναρκωμένος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: здранцвеў, здранцвеласць, здранцвела, здранцвелі, зьмярцьвела
Μεταφράσεις: здранцвеў, здранцвеласць, здранцвела, здранцвелі, зьмярцьвела