Ναρκωμένος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ναρκωμένος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
entorpecido, dormente, paralisado, dormentes, entorpecida
Ναρκωμένος στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ναρκωμένος

ναρκωμένος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ναρκωμένος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ναι στα πορτογαλικά - amarelejar, bem, sim, amarelecer, amarelo, yes, afirmativo
  • ναρκομανής στα πορτογαλικά - narcótico, nashville, estupefaciente, narcóticos, estupefacientes
  • ναρκωτικό στα πορτογαλικά - drogar, afogar, droga, abismar-se, narcótico, medicamento, drogas, ...
  • ναυάγιο στα πορτογαλικά - naufrágio, shipwreck, naufrágios, naufrágio do, navio naufragado
Τυχαίες λέξεις
Ναρκωμένος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: entorpecido, dormente, paralisado, dormentes, entorpecida