Ναρκωμένος στα ρουμανικά
Μετάφραση: ναρκωμένος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
amorțit, amortit, amorțite, amortite, amortita
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ναρκωμένος
ναρκωμένος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, ναρκωμένος στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- ναι στα ρουμανικά - da, yes, afirmativ
- ναρκομανής στα ρουμανικά - narcotic, narcotice, stupefiante, narcotică, stupefiant
- ναρκωτικό στα ρουμανικά - drog, medicament, droguri, de droguri, drogurilor
- ναυάγιο στα ρουμανικά - naufragiu, naufragiul, naufragiul navei, epavă, naufragiat
Τυχαίες λέξεις
Ναρκωμένος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: amorțit, amortit, amorțite, amortite, amortita
Μεταφράσεις: amorțit, amortit, amorțite, amortite, amortita