Ναρκωμένος στα λιθουανικά
Μετάφραση: ναρκωμένος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nutirpęs, Numb, sustingęs, Nutirpimo, priblokšti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ναρκωμένος
ναρκωμένος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ναρκωμένος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ναι στα λιθουανικά - taip, yes, Yra
- ναρκομανής στα λιθουανικά - narkotikas, narkotinis, narkotinių, narkotinėms, narkotinėmis
- ναρκωτικό στα λιθουανικά - vaistas, narkotikas, narkotikų, narkotikais, narkomanijos
- ναυάγιο στα λιθουανικά - sudužimas, laivo sudužimas, laivo avarija, paskandinti, sužlugimas
Τυχαίες λέξεις
Ναρκωμένος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: nutirpęs, Numb, sustingęs, Nutirpimo, priblokšti
Μεταφράσεις: nutirpęs, Numb, sustingęs, Nutirpimo, priblokšti