Φυσώ στα λευκορωσικά
Μετάφραση: φυσώ, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўдар, удар
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φυσώ
φυσώ λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, φυσώ στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- φυσιοθεραπεία στα λευκορωσικά - фізіятэрапія
- φυσιολογικός στα λευκορωσικά - фізіялагічны, фізіялагічныя
- φυτίλι στα λευκορωσικά - кнот, фіціль
- φυτεία στα λευκορωσικά - плантацыя, плантація, плантацыі, плантацыю
Τυχαίες λέξεις
Φυσώ στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: ўдар, удар
Μεταφράσεις: ўдар, удар