Φυσώ στα τούρκικα

Μετάφραση: φυσώ, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
vuruş, darbe, üfleme, bir darbe, şişirme, üflemeli
Φυσώ στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φυσώ

φυσώ λεξικό γλώσσας τούρκικα, φυσώ στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • φυσιοθεραπεία στα τούρκικα - fizyoterapi, fizik tedavi, fizik, fizioterapi
  • φυσιολογικός στα τούρκικα - normal, fizyolojik, fizyolojik bir, psikolojik, bir fizyolojik
  • φυτίλι στα τούρκικα - fitil, Wick, fitilin, fitili, fitilli
  • φυτεία στα τούρκικα - fidanlık, plantasyon, ağaçlandırma, saç ekimi, ekim
Τυχαίες λέξεις
Φυσώ στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: vuruş, darbe, üfleme, bir darbe, şişirme, üflemeli