Επικαλούμαι στα λιθουανικά
Μετάφραση: επικαλούμαι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
remtis, taikyti, pasinaudoti, pasitelkti, pasiremti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επικαλούμαι
επικαλούμαι αρχικοι χρονοι, επικαλούμαι ορισμος, επικαλούμαι μετάφραση, επικαλούμαι ανύπαρκτους κινδύνους, επικαλούμαι ετυμολογία, επικαλούμαι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, επικαλούμαι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- επικίνδυνα στα λιθουανικά - pavojingai, pavojinga, pavojingas, pavojingo, grėsmingai
- επικίνδυνος στα λιθουανικά - pavojingas, pavojinga, pavojingą, pavojingi, pavojingos
- επικαλύπτω στα λιθουανικά - išplito, paskleisti, išplitę, paplito, Padengti
- επικείμενος στα λιθουανικά - neišvengiamas, neišvengiama, neišvengiamą, grėsmė, neišvengiamai
Τυχαίες λέξεις
Επικαλούμαι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: remtis, taikyti, pasinaudoti, pasitelkti, pasiremti
Μεταφράσεις: remtis, taikyti, pasinaudoti, pasitelkti, pasiremti