Επικαλούμαι στα ολλανδικά
Μετάφραση: επικαλούμαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanroepen, inroepen, beroepen, te roepen, beroep doen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επικαλούμαι
επικαλούμαι αρχικοι χρονοι, επικαλούμαι ορισμος, επικαλούμαι μετάφραση, επικαλούμαι ανύπαρκτους κινδύνους, επικαλούμαι ετυμολογία, επικαλούμαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επικαλούμαι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- επικίνδυνα στα ολλανδικά - gevaarlijk, gevaarlijke, op gevaarlijke, een gevaarlijke, gevaarlijke wijze
- επικίνδυνος στα ολλανδικά - hachelijk, bedenkelijk, gewaagd, link, gevaarlijk, riskant, waaghalzerig, ...
- επικαλύπτω στα ολλανδικά - verspreiden boven, overspoeld, verspreidde, overdekten, verspreidde zich
- επικείμενος στα ολλανδικά - dreigend, dreigende, handen zijnde, op handen zijnde, onmiddellijke
Τυχαίες λέξεις
Επικαλούμαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aanroepen, inroepen, beroepen, te roepen, beroep doen
Μεταφράσεις: aanroepen, inroepen, beroepen, te roepen, beroep doen