Ορμέμφυτος στα λιθουανικά
Μετάφραση: ορμέμφυτος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
instinktyvus, instinktyvi, instinktyviai, instinktyvaus, instinktinis
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορμέμφυτος
ορμέμφυτος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ορμέμφυτος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ορκίζομαι στα λιθουανικά - prisiekti, prisiekiu, prisiekia, prisiek
- ορκισμένος στα λιθουανικά - prisiekęs, prisiekė, prisaikdintas, priesaika, prisiekiau
- ορμή στα λιθουανικά - užgaida, kaprizas, impulsas, momentas, pagreitį, impulso, pagreitis
- ορμητικός στα λιθουανικά - veržlus, skubotas, audringo, karštasis, staigus
Τυχαίες λέξεις
Ορμέμφυτος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: instinktyvus, instinktyvi, instinktyviai, instinktyvaus, instinktinis
Μεταφράσεις: instinktyvus, instinktyvi, instinktyviai, instinktyvaus, instinktinis