Ορμέμφυτος στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: ορμέμφυτος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
инстинктивно, инстинктивна, инстинктивни, инстинктивен, инстиктивно
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορμέμφυτος
ορμέμφυτος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ορμέμφυτος στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ορκίζομαι στα σλαβομακεδονικά - колнам, заколнам, се заколнам, заколне, се колнам
- ορκισμένος στα σλαβομακεδονικά - положи свечена заклетва, заклетва, заколна, заколнати, даде заклетва
- ορμή στα σλαβομακεδονικά - Хасани, динамика, моментумот, моментум, импулс
- ορμητικός στα σλαβομακεδονικά - устремен, импулсивна, избувливи, импулсивен, и импулсивна
Τυχαίες λέξεις
Ορμέμφυτος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: инстинктивно, инстинктивна, инстинктивни, инстинктивен, инстиктивно
Μεταφράσεις: инстинктивно, инстинктивна, инстинктивни, инстинктивен, инстиктивно