Ορμέμφυτος στα σουηδικά
Μετάφραση: ορμέμφυτος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
instinktiva, instinktiv, instinktivt, instinkt, fingertopps
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορμέμφυτος
ορμέμφυτος λεξικό γλώσσας σουηδικά, ορμέμφυτος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- ορκίζομαι στα σουηδικά - svära, svär, lovar, svärja, svära på
- ορκισμένος στα σουηδικά - svurit, svors, sväras, svuren, edsvurna
- ορμή στα σουηδικά - inflytande, hast, impuls, hasta, fjäsk, brådska, momentum, ...
- ορμητικός στα σουηδικά - häftig, häftiga, impetuous, impulsiv, impulsive
Τυχαίες λέξεις
Ορμέμφυτος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: instinktiva, instinktiv, instinktivt, instinkt, fingertopps
Μεταφράσεις: instinktiva, instinktiv, instinktivt, instinkt, fingertopps