Ορμέμφυτος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ορμέμφυτος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
instintivo, instintiva, intuitiva, instintivos, instintivas
Ορμέμφυτος στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορμέμφυτος

ορμέμφυτος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ορμέμφυτος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ορκίζομαι στα πορτογαλικά - voto, suazilândia, jure, votar, jurar, juro, juram, ...
  • ορκισμένος στα πορτογαλικά - jurado, jurar, jurou, empossado, juramentada
  • ορμή στα πορτογαλικά - caprichoso, arremetidas, pressa, impugnar, arranco, acometer, capricho, ...
  • ορμητικός στα πορτογαλικά - impetuoso, impetuosa, impetuosos, impetuous, impetuosas
Τυχαίες λέξεις
Ορμέμφυτος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: instintivo, instintiva, intuitiva, instintivos, instintivas