Ορμέμφυτος στα φινλανδικά

Μετάφραση: ορμέμφυτος, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hätäinen, vaistomainen, vaistonvarainen, vaistomaisesti, vaistomaista, vaistonvaraista
Ορμέμφυτος στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορμέμφυτος

ορμέμφυτος λεξικό γλώσσας φινλανδικά, ορμέμφυτος στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • ορκίζομαι στα φινλανδικά - siunata, vala, vannoa, luottaa, vannoneet, pyhittää, kiroilla, ...
  • ορκισμένος στα φινλανδικά - vannoneet, vannottu, vannoutunut, vannonut, valaehtoinen, valan tehneen
  • ορμή στα φινλανδικά - impulssi, liikuttaa, vaikuttaa, tälli, kiire, ahtaa, alkusysäys, ...
  • ορμητικός στα φινλανδικά - kiihkeä, impetuous, äkkinäinen, kiivas, kiihkeitä
Τυχαίες λέξεις
Ορμέμφυτος στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: hätäinen, vaistomainen, vaistonvarainen, vaistomaisesti, vaistomaista, vaistonvaraista