Ορμέμφυτος στα τούρκικα
Μετάφραση: ορμέμφυτος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
içgüdüsel, içgüdüsel bir, içgüdüsel olarak, iç güdüsel
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορμέμφυτος
ορμέμφυτος λεξικό γλώσσας τούρκικα, ορμέμφυτος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ορκίζομαι στα τούρκικα - yemin etmek, yemin, yemin ederim, yemin ederim ki, yemin ediyorum
- ορκισμένος στα τούρκικα - yeminli, yemin, and içti, yeminli bir, yemini
- ορμή στα τούρκικα - acele, kapris, moment, ivme, Momentum, momentumu, momentumun
- ορμητικός στα τούρκικα - aceleci, coşkun, tez, tez canlı, impetuous
Τυχαίες λέξεις
Ορμέμφυτος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: içgüdüsel, içgüdüsel bir, içgüdüsel olarak, iç güdüsel
Μεταφράσεις: içgüdüsel, içgüdüsel bir, içgüdüsel olarak, iç güdüsel