Τσάμπα στα λιθουανικά

Μετάφραση: τσάμπα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
laisvas, nemokamai, nemokamai Paskira, nemokama, nemokamas
Τσάμπα στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τσάμπα

τζάμπα καίει η λάμπα, τσάμπα δόξας, τσάμπα γωγω, τσαμπα το βρακάκι, τσάμπα μάγκασ, τσάμπα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, τσάμπα στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • τρώω στα λιθουανικά - kąsti, valgyti, Pavalgyti, virtuvę
  • τσάι στα λιθουανικά - arbata, arbatos, kabelinė
  • τσάντα στα λιθουανικά - krepšys, tešmuo, maišas, maišelį, maišelis, maišą
  • τσάπα στα λιθουανικά - kastuvas, išpurenti, kauptukas, purenti, kultivatorius, kauplys
Τυχαίες λέξεις
Τσάμπα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: laisvas, nemokamai, nemokamai Paskira, nemokama, nemokamas