Ανεκτικότητα στα ολλανδικά
Μετάφραση: ανεκτικότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tolerantie, verdraagzaamheid, de tolerantie, tolerance, tolerantie van
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανεκτικότητα
διαφορετικότητα ανεκτικότητα, ανοχή ανεκτικότητα, ανεκτικότητα στη διαφορετικότητα, ανεκτικότητα εκθεση, ανεκτικότητα αντίθετο, ανεκτικότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανεκτικότητα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ανεκτίμητος στα ολλανδικά - onschatbaar, onwaardeerbaar, onbetaalbaar, onschatbare, onbetaalbare, kostbare
- ανεκτικός στα ολλανδικά - verdraagzaam, tolerant, tolerante, toleranter, verdraagzame
- ανεκτός στα ολλανδικά - draaglijk, dragelijk, toelaatbaar, tolereerbare, verdraagbare
- ανελέητος στα ολλανδικά - bewolkt, somber, onaangenaam, afschuwelijk, naargeestig, vervelend, mistroostig, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανεκτικότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: tolerantie, verdraagzaamheid, de tolerantie, tolerance, tolerantie van
Μεταφράσεις: tolerantie, verdraagzaamheid, de tolerantie, tolerance, tolerantie van