Ανεκτικότητα στα γαλλικά

Μετάφραση: ανεκτικότητα, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rusticité, indulgence, longanimité, tolérance, résistance, clémence, la tolérance, de tolérance, une tolérance, tolérance à
Ανεκτικότητα στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανεκτικότητα

διαφορετικότητα ανεκτικότητα, ανοχή ανεκτικότητα, ανεκτικότητα στη διαφορετικότητα, ανεκτικότητα εκθεση, ανεκτικότητα αντίθετο, ανεκτικότητα λεξικό γλώσσας γαλλικά, ανεκτικότητα στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • ανεκτίμητος στα γαλλικά - inappréciable, inestimable, de prix, précieux, sans prix, inestimables
  • ανεκτικός στα γαλλικά - immunisé, tolérant, résistant, condescendant, tolérante, indulgent, clément, ...
  • ανεκτός στα γαλλικά - tolérable, passable, supportable, plausible, endurable, tolérables, acceptable, ...
  • ανελέητος στα γαλλικά - sévère, sinistre, féroce, menaçant, sombre, horrible, gris, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανεκτικότητα στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: rusticité, indulgence, longanimité, tolérance, résistance, clémence, la tolérance, de tolérance, une tolérance, tolérance à